Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αθετών [agg.] άθλημα {αθλήμ-ατο...
αθέτωσις [s. femm.] άθληση {-ης κ. -ή...
αθεώρητος [agg.] αθλητής {αθλητριών...
αθημώνιαστος [agg.] αθλητιατρική (χωρίς πλη...
Αθήνα [nome pr. femm.] αθλητίατρος [s. masch. e femm.]
Αθηνά [nome pr. femm.] αθλητικά [s. nt. pl.]
Αθηναγόρας [nome pr. masch.] αθλητικογράφος [s. masch. e femm.]
Αθήναι [nome pr. femm. pl.] αθλητικός [agg.]
Αθηναία [s. femm.] αθλητικότατος [agg.]
αθηναϊκός [agg.] αθλητικότερος [agg.]
Αθηναίος [s. masch.] αθλητικώτατος [agg.]
Αθηνιά [s. femm.] αθλητικώτερος [agg.]
Αθηνιώτισσα [s. femm.] αθλητισμός [s. masch.]
αθήρ [s. masch.] αθλήτρια {αθλητριών...
αθηροσκλήρωση [s. femm.] άθλια [avv.]
αθθύμησις [s. femm.] άθλιος [agg.]
αθθυμούμαι [v. pass.] αθλιότης [s. femm.]
αθιάς [s. masch.] αθλιότητα [s. femm.]
αθιβάνω aor αθίβαλ... αθλοθεσία [s. femm.]
αθιβολή [s. femm.] αθλοθέτης [s. masch. e femm.]
αθιγγανίδα [s. femm.] αθλοθέτρια [s. femm.]
αθίγγανος [s. masch.] αθλοπαιδιά [s. femm.]
άθικτος [agg.] άθλος [s. masch.]
άθιχτος [agg.] αθλούμαι {αθλείσαι....
άθλαστος [agg.] αθλούμενος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: