Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αδελφοποιώ [v. trans.] αδέξια [avv.]
αδελφός {πληθ. αδε... αδεξιμιά [s. femm.]
αδελφοσκοτωμός [s. masch.] αδέξιος [agg.]
αδελφοσύνη {χωρ. πληθ... αδεξιότητα {αδεξιοτήτ...
αδελφότης [s. femm.] αδεξοσύνη [s. femm.]
αδελφότητα {αδελφοτήτ... αδερμίνη [s. femm.]
αδελφούλα [s. femm.] αδερφή {-ές κ. (λ...
αδελφούλης [s. masch.] αδερφικά [avv.]
αδελφοχτονία [s. femm.] αδερφικός [agg.]
αδελφοχτόνος [agg.] αδερφός [agg.]
αδέλφωμα [s. nt.] αδερφός {πληθ. αδε...
αδελφωμένος [agg.] αδερφοσκοτωμός [s. masch.]
αδελφώνομαι aor αδελφώ... αδερφοσύνη (η)
αδελφώνω {αδέλφω-σα... αδερφούλα [s. femm.]
αδένας [s. masch.] αδερφοφάγωμα [s. nt.]
αδενικός [agg.] αδερφοφάος [s. masch.]
αδενίτιδα [s. femm.] αδερφοφάς [s. masch.]
αδενίτις [s. femm.] αδερφοχτός [s. masch.]
αδενοειδής {αδενοειδ-... αδερφωμένος [agg.]
αδενοειδίτιδα [s. femm.] αδερφώνομαι [v. pass.]
αδενοειδίτις [s. femm.] αδερφώνω (αδέλφ-ωσα...
αδενοπάθεια {αδενοπαθε... αδέσμευτος [agg.]
άδεντρος [agg.] αδέσποτος [agg.]
αδενώδης [agg.] άδετος [agg.]
αδένωμα {αδενώμ-ατ... άδηλος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: