Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγρυπνημένος [agg.] άγχωσις [s. femm.]
αγρυπνία, (raro) αγρυπνιά [s. femm.] αγχωτικός [agg.]
αγρυπνισμένος [agg.] άγω {παρατ. ήγ...
άγρυπνος [agg.] αγωγή [s. femm.]
αγρυπνώ {αγρυπν-εί... αγώγι {αγωγ-ιού ...
άγρωστη {-ης κ. (λ... αγωγιάτης {αγωγιατών...
αγύμναστος [agg.] αγωγιάτικα [s. nt. pl.]
αγύρευτος [agg.] αγωγιάτισσα {δύσχρ. αγ...
αγυριστιά [s. femm.] αγώγιμος [agg.]
αγύριστος [agg.] αγωγιμότητα [s. femm.]
αγυρτεία [s. femm.] αγωγός [s. masch.]
αγύρτης {αγυρτών} αγών [s. masch.]
αγύρτισσα {αγυρτισσώ... αγώνας {-α κ. (λό...
αγχίνοια [s. femm.] αγωνία {αγωνιών}
αγχίνους {αγχίν-ου ... αγωνίζομαι {αγωνίστηκ...
αγχιστεία [s. femm.] αγωνιζόμενος [agg.]
αγχολυτικό [s. nt.] αγώνισμα {αγωνίσμ-α...
αγχολυτικός [agg.] αγωνιστής {αγωνιστρι...
άγχομαι {μόνο σε ε... αγωνιστικός [agg.]
αγχόνη {δύσχρ. αγ... αγωνιστικότητα {χωρ. πληθ...
άγχος {άγχ-ους |... αγωνίστρια {αγωνιστρι...
αγχώδης {αγχώδ-ους... αγωνιώ {αγωνιάς.....
αγχωμένος [agg.] αγωνιωδέστατος [agg.]
αγχώνομαι [v. pass.] αγωνιωδέστερος [agg.]
αγχώνω {άγχω-σα, ... αγωνιώδης {αγωνιώδ-ο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: