Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγριότης [s. femm.] αγροίκιστος [agg.]
αγριότητα {αγριοτήτω... αγροίκος [agg.]
αγριότητες [s. masch. pl.] αγρόκτημα {αγροκτήμ-...
αγριοτομάτα [s. femm.] αγρολήπτης {αγροληπτώ...
αγριότοπος [s. masch.] αγροληπτικός [agg.]
αγριοφράγουλα [s. femm.] αγρολήπτρια [s. femm.]
αγριοφωνάζω [v. intr.] αγροληψία {αγροληψιώ...
αγριοφωνάρα {χωρ. γεν.... αγρολογία [s. femm.]
αγριοφωνάρες {χωρ. γεν.... αγρονομία {χωρ. πληθ...
αγριόχηνα [s. femm.] αγρονομικός [agg.]
αγριοχοιρίδιν [s. nt.] αγρονόμος [s. masch. e femm.]
αγριοχοίριδο [s. nt.] αγρός [s. masch.]
αγριόχοιρος {-ου κ. -ο... αγροστώδης [agg.]
αγριόχορτα [s. nt. pl.] αγροτεμάχιο {αγροτεμαχ...
αγριόχορτο [s. nt.] αγροτεμάχιον [s. nt.]
αγριωμένος [agg.] αγρότης {αγροτών}
αγριωπός [agg.] αγροτιά {χωρ. πληθ...
αγριώτατος [agg.] αγροτικός [agg.]
αγριώτερος [agg.] αγρότισσα {αγροτισσώ...
αγροβιολογία [s. femm.] αγροτοβιομηχανικός [agg.]
αγροβιολόγος [s. masch.] αγροτοπατέρας [s. masch.]
αγροικάω ipf (α)γρο... αγροτόσπιτο [s. nt.]
αγροίκητα [avv.] αγρούπολη [s. femm.]
αγροικία {αγροικιών... αγροφύλακας ο, pl αγρο...
αγροικιστός [agg.] αγρυπνάω ipf αγρυπν...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: