Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγκομαχάω [v. intr.] αγκώνας [s. masch.]
αγκομαχητό [s. nt.] αγκωνή [s. femm.]
αγκομαχώ {αγκομαχεί... αγκωνιά [s. femm.]
αγκούσα {χωρ. πληθ... αγκωνιασμένος [agg.]
αγκουσεμένος [agg.] Αγκωνίτισσα [s. femm.]
αγκράφα {δύσχρ. αγ... αγλαΐζω {αγλάισ-α,...
αγκρουμάζομαι aor ακρουμ... αγλάισμα {αγλάίσμ-α...
αγκύλη {αγκυλών} αγλαϊσμένος [agg.]
αγκύλι {αγκυλ-ιού... αγλανιτσιά [s. femm.]
αγκύλος [agg.] αγλαός [agg.]
αγκύλωμα {αγκυλώμ-α... αγλαώς [avv.]
αγκυλωμένος [agg.] αγλέουρας {χωρ. πληθ...
αγκυλώνω {αγκύλω-σα... αγλίδα [s. femm.]
αγκύλωση {-ης κ. -ώ... αγλύκαντος [agg.]
αγκύλωσις [s. femm.] άγλυκος [agg.]
αγκυλωτός [agg.] άγλωσσος [agg.]
άγκυρα {αγκύρων} αγνά [avv.]
Άγκυρα {-ας κ. -ύ... αγνάντεμα [s. nt.]
αγκυροβολημένος [agg.] αγναντεύω {αγνάντεψα...
αγκυροβόλι [s. nt.] αγνάντι [s. nt.]
αγκυροβόλιο [s. nt.] αγνάντι [avv.]
αγκυροβόλιο {αγκυροβολ... αγνάντια [avv.]
αγκυροβόλιον [s. nt.] άγναντος [agg.]
αγκυροβολώ {αγκυροβολ... αγναντώ [v. trans.]
αγκωνάρι {αγκωναρ-ι... άγναφτος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: