Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγιορειτικός [agg.] αγκάθινος [agg.]
αγιορειτισμός [s. masch.] αγκαθωτός [agg.]
άγιος [agg.] αγκαλά [cong.]
άγιος [s. masch.] αγκάλεμα [s. nt.]
άγιος Βλάσιος [s. masch.] αγκάλη {χωρ. γεν....
αγιοσύνη {χωρ. πληθ... αγκαλιά [s. femm.]
άγιος Χαράλαμπος [s. masch.] αγκαλιά [avv.]
αγιότατος [agg.] αγκαλιάζομαι aor αγκαλι...
αγιότερος [agg.] αγκαλιάζω {αγκάλιασ-...
αγιότη [s. femm.] αγκάλιασμα [s. nt.]
αγιότης [s. femm.] αγκαλιασμένος [agg.]
αγιότητα {χωρ. πληθ... αγκελώνω [v. trans.]
αγιούπας [s. masch.] αγκίδα [s. femm.]
α-Γιώργης [s. masch.] αγκίθα [s. femm.]
αγιωσύνη [s. femm.] αγκινάρα {δύσχρ. αγ...
αγιώτατος [agg.] αγκίστρι {Αγκιστρίο...
αγιώτερος [agg.] άγκιστρο {αγκίστρ-ο...
αγκαζάρισμα [s. nt.] αγκιστροειδής {αγκιστροε...
αγκαζαρισμένος [agg.] αγκιστρωμένος [agg.]
αγκαζάρω {αγκάζαρα ... αγκιστρώνω {αγκίστρω-...
αγκαζέ [agg.] αγκίστρωση [s. femm.]
αγκαζέ [avv.] αγκιτάτορας [s. masch.]
αγκαθένιος [agg.] αγκλίζω [v. trans.]
αγκαθερός [agg.] αγκλίτσα [s. femm.]
αγκάθι {αγκαθ-ιού... αγκλουτινίνη [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: