Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αγεωγράφητος [agg.] αγιογδύτισσα {δύσχρ. αγ...
αγεώργητος [agg.] αγιογράφηση {-ης κ. -ή...
άγημα {αγήμ-ατος... αγιογραφία {αγιογραφι...
αγήραστος [agg.] αγιογραφικός [agg.]
αγηροκόμητος [agg.] αγιογράφος [s. masch. e femm.]
άγια [s. nt. pl.] αγιογραφώ {αγιογραφε...
αγιάζι {χωρ. γεν.... αγιο-Δημήτρης gen τ\' τ\...
αγιάζω {αγίασ-α (... αγιοκέρι {αγιοκερ-ι...
αγιάζω {αγίασ-α (... αγιόκλημα {αγιοκλήμ-...
α-Γιάννης ο gen τ\' ... αγιο-Λάζαρος [s. masch.]
άγιασμα {αγιάσμ-ατ... αγιο-Λιας ο gen τ\' ...
αγίασμα [s. nt.] αγιομάτιστος [agg.]
αγιασμένος [agg.] αγιο-Μηνάς [s. masch.]
αγιασμός [s. masch.] αγιόμιστος [agg.]
αγιαστήριο [s. nt.] Αγιονικολοβάρβαρα [s. nt. pl.]
αγιαστούρα {χωρ. γεν.... αγιονορείτης [s. masch.]
Αγιασώτισσα [s. femm.] Αγιονορείτης [s. masch.]
αγιατολάχ {άκλ.} αγιονορείτικος [agg.]
αγιάτρευτος [agg.] αγιονορείτικος [agg.]
αγίνωτος [agg.] αγιο-Παντελέημονας [s. masch.]
αγιο-Bασίλης [s. masch.] αγιοποιημένος [agg.]
αγιο-Bλάσης [s. masch.] αγιοποίηση [s. femm.]
αγιο-Nικόλας [s. masch.] αγιοποίησις [s. femm.]
αγιοβασιλιάτικος [agg.] αγιοποιώ {αγιοποιεί...
αγιογδύτης {αγιογδυτώ... Αγιορείτης [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: