Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ψάθα {ψαθών} ψάξιμο {ψαξίμ-ατο...
ψαθάκι {χωρ. γεν.... ψαραγορά [s. femm.]
ψαθί {ψαθ-ιού |... ψαράδικο [s. nt.]
ψάθινος [agg.] ψαραετός [s. masch.]
ψαθυρός [agg.] ψαράς {ψαράδες} ...
ψαλίδα [s. femm.] ψάρεμα {ψαρέμ-ατο...
ψαλίδι {ψαλιδ-ιού... ψαρεύω {ψάρ-εψα, ...
ψαλιδιά [s. femm.] ψαρής [agg.]
ψαλιδίζω {ψαλίδισ-α... ψάρι {ψαρ-ιού |...
ψαλίδισμα [s. nt.] ψαριά [s. femm.]
ψαλιδωτός [agg.] ψαρική [s. femm.]
ψάλλω {έψαλα, ψά... ψαρόβαρκα {χωρ. γεν....
ψαλμικός [agg.] ψαροβάρκα [s. femm.]
ψαλμός [s. masch.] ψαροκόκαλο [s. nt.]
ψαλμωδία [s. femm.] ψαρόκολλα {χωρ. γεν....
ψαλμωδός [s. masch.] ψαρόλαδο [s. nt.]
ψαλμωδώ {ψαλμωδείς... ψαρομάλλης {ψαρομάλλη...
ψάλσιμο [s. nt.] ψαρονέφρι {χωρ. γεν....
ψαλτήριο {ψαλτηρί-ο... ψαροντουφεκάς {ψαροντουφ...
ψάλτης [s. masch. e femm.] ψαροπούλι {ψαροπουλ-...
ψαμμίαση {-ης κ. -ά... ψαρός [agg.]
ψαμμίτης {ψαμμιτών} ψαρόσουπα {δύσχρ. ψα...
ψαμμιτικός [agg.] ψαροταβέρνα {δύσχρ. ψα...
ψαμμόφυτα [s. nt. pl.] ψαροφάγος [s. masch.]
ψαμμώδης {ψαμμώδ-ου... ψαύση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: