Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ωθούμαι [v.] Ων [s. nt.]
ωθώ {ωθείς... ... ώνια {ωνίων}
ωίδιο [s. nt.] ωό [s. nt.]
Ωκεανία [s. femm.] ωοβλάστη [s. femm.]
Ωκεανίδα [s. femm.] ωογένεση {-ης κ. -έ...
ωκεάνιος [agg.] ωογόνιο {ωογονί-ου...
ωκεανογραφία {χωρ. πληθ... ωοειδής {ωοειδ-ούς...
ωκεανογραφικός [agg.] ωοζωοτόκος [agg.]
ωκεανογράφος [s. masch. e femm.] ωοθέτης [s. masch.]
ωκεανολογία {χωρ. πληθ... ωοθηκεκτομή [s. femm.]
ωκεανοπόρος [s. masch.] ωοθήκη {ωοθηκών}
ωκεανός [s. masch.] ωοθηκικός [agg.]
ωκύπους {ωκύπ-οδος... ωοθηκίτιδα [s. femm.]
ωκυτοκίνη [s. femm.] ωοθυλάκιο {ωοθυλακί-...
ωλένη {ωλενών} ωοκύτταρο {ωοκυττάρ-...
ωλένιος [agg.] ωορρηξία {ωορρηξιών...
ωμέγα {άκλ.} ωοσπόριο [s. nt.]
ωμικός [agg.] ωόσφαιρα {ωοσφαιρών...
ωμοβραχιόνιος [agg.] ωοτοκία {ωοτοκιών}
ωμοπλάτη {ωμοπλατών... ωοτόκος [agg.]
ωμοπλατιαίος [agg.] ώρα {ωρών}
ωμός [agg.] ωραία [avv.]
ώμος [s. masch.] ωραία! [int.]
ωμότητα [s. femm.] ωραιολάτρης [s. masch.]
ωμοφόριο {ωμοφορί-ο... ωραιοποιώ {ωραιοποιε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: