Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ωραίος [agg.] ωρυόμενος [agg.]
ωραίος! [int.] ως [prep.]
ωραιότητα [s. femm.] ως [cong.]
ωράριο [s. nt.] ως [avv.]
ωριαίος [agg.] ωσάν [cong.]
ωριμάζω {ωρίμασ-α,... ωσαύτως [avv.]
ωρίμανση [s. femm.] ωσεί [avv.]
ωρίμαση {-ης κ. -ά... ώση {-ης κ. -ε...
ωρίμασμα [s. nt.] ώσμωση {-ης κ. -ώ...
ώριμος [agg.] ωσότου [cong.]
ωριμότητα {χωρ. πληθ... ώσπου [cong.]
ωριόπλουμος [agg.] ώστε [cong.]
Ωρίων [s. masch.] ώστε [avv.]
ωρολογάς [s. masch.] ωστόσο [cong.]
ωρολογιακός [agg.] ωτακουστώ {ωτακουστε...
ωρολόγιο {ωρολογί-ο... ωταλγία {ωταλγιών}
ωρολογοποιείο [s. nt.] ωταλγικός [agg.]
ωρολογοποιία {χωρ. πληθ... ωτικός [agg.]
ωρολογοποιός [s. masch.] ωτίτιδα [s. femm.]
ωρολόι [s. nt.] ωτολογία {χωρ. πληθ...
ωροσκοπία {χωρ. πληθ... ωτολόγος [s. masch. e femm.]
ωροσκοπικός [agg.] Ωτοπάθεια [s. femm.]
ωροσκόπιο {ωροσκοπί-... ωτοπλαστική [s. femm.]
ωρυγή [s. femm.] ωτορινολαρυγγολογία {χωρ. πληθ...
ωρύομαι {μόνο σε ε... ωτορινολαρυγγολόγος [s. masch. e femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: