Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χοίρος [s. masch.] χόλιασμα [s. nt.]
χοιρός [s. masch.] χολιασμένος [agg.]
χοιροστάσιο {χοιροστασ... χολιγουντιανός [agg.]
χοιροτροφείο [s. nt.] χολικός [agg.]
χοιροτροφία {χωρ. πληθ... Χολινεργικός [agg.]
χοιροτρόφος [s. masch. e femm.] χολινεστεράση [s. femm.]
χόκεϊ {άκλ.} χολίνη [s. femm.]
χόκεϋ [s. nt.] χολοκυστεκτομή [s. femm.]
χολ {άκλ.} χολοκυστίτιδα [s. femm.]
χολαγγειίτιδα [s. femm.] χολοκυστογραφία {χολοκυστο...
χολαγγειογραφία {χολαγγειο... χολολιθίαση {-ης κ. -ά...
χολαγγιείτιδα [s. femm.] χόλος [s. masch.]
χολαγωγός [agg.] χολοσκάζω (χολόσκασα...
χολαιμία {χωρ. πληθ... χολόσταση [s. femm.]
χολεκιστοστομία [s. femm.] χολώδης [agg.]
χολέρα {χωρ. πληθ... χολωμένα [avv.]
χολεριάζω {χολέριασ-... χολωμένος [agg.]
χολεριασμένος [agg.] χόμπι {άκλ.}
χολερικός [agg.] χομπίστας [s. masch.]
χολεροπαθής [s. masch.] χονδρεμπόριο [s. nt.]
χολή [s. femm.] χονδρέμπορος {χονδρεμπό...
χοληστερίνη [s. femm.] χονδρικά [avv.]
χοληστερόλη {χωρ. πληθ... χονδρικός [agg.]
χοληφόρος [agg.] Χονδρίνη [s. femm.]
χολιάζω {χόλιασ-α,... Χονδρίτης [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: