Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φρίκη {χωρ. πληθ... φροντιστήριο {φροντιστη...
φρικιάζω {φρικίασα}... φροντιστής {φροντιστρ...
φρικίαση {-ης κ. -ά... φρονώ (μόνο στο ...
φρικιαστικός [agg.] φρούδος [agg.]
φρικιό [s. nt.] φρουκτόζη {χωρ. πληθ...
φρικιώ [v. intr.] φρουρά [s. femm.]
φρικιώδης [agg.] φρουρά! [int.]
φρικτά [avv.] φρούρηση [-εις]
φρικτός [agg.] φρούριο {φρουρί-ου...
φριτούρα {χωρ. γεν.... φρουρός [s. masch.]
φριχτός [agg.] φρουρούμενος [agg.]
φρόκαλο [s. nt.] φρουρώ {φρουρείς....
φρόνημα {φρονήμ-ατ... φρούτα [s. nt. pl.]
φρονηματισμός [s. masch.] φρουτιέρα {χωρ. γεν....
φρόνηση {-ης κ. -ή... φρούτο [s. nt.]
φρόνιμα [avv.] φρουτοκαλλιέργεια [s. femm.]
φρονιμάδα [s. femm.] φρουτοσαλάτα {δύσχρ. φρ...
φρονιμεύω (φρονίμεψα... φρουτοσάλατα [s. femm.]
φρονιμίτες [s. masch. pl.] φρύαγμα [s. nt.]
φρονιμίτης {φρονιμιτώ... φρύγανα [s. nt. pl.]
φρόνιμος [agg.] φρυγανιά [s. femm.]
φροντίδα [s. femm.] φρυγανιέρα {χωρ. γεν....
φροντίδες [sost femm. pl.] φρυγανίζομαι [v.]
φροντίζω {φρόντισ-α... φρυγανίζω {φρυγάνισ-...
φροντισμένα [avv.] φρυγάνισμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: